- μονοπωλώ
- adaptation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μονοπωλώ — μονοπωλώ, μονοπώλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μονοπωλώ — (Α μονοπωλῶ, έω) [μονοπώλης] πουλώ κατ αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος νεοελλ. 1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό 2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις… … Dictionary of Greek
μονοπωλώ — μονοπώλησα, μονοπωλήθηκα, μονοπωλημένος 1. πουλώ κάτι μονοπωλιακά, αποκλειστικά: Το κράτος μονοπωλεί το οινόπνευμα. 2. μτφ., χρησιμοποιώ ή κάνω κάτι αποκλειστικά: Πολλά άτομα μονοπωλούν τον πατριωτισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονοπώληση — η [μονοπωλώ] η πώληση ενός προϊόντος ή εμπορεύματος αποκλειστικά και μόνο από έναν οργανισμό, η πράξη τού μονοπωλώ … Dictionary of Greek
αμονοπώλητος — η, ο [μονοπωλώ] 1. αυτός που δεν μονοπωλήθηκε, δεν περιλήφθηκε σε είδη μονοπωλίου 2. αυτός που δεν ανήκει ή δεν μπορεί να ανήκει αποκλειστικά και προνομιακά στους λίγους … Dictionary of Greek
μονοπώλια — μονοπώλια, ἡ (Α) [μονοπωλώ] το μονοπώλιο, η μονοπώληση, η αποκλειστική πώληση … Dictionary of Greek